- περικλινές
- περικλινήςsloping on all sidesmasc/fem voc sgπερικλινήςsloping on all sidesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικλινής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. το περικλινές (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και αποτελεί λευκή ποικιλία τού αλβίτη, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη 2. φρ. α) «περικλινής διαίρεση» βοτ. διαίρεση… … Dictionary of Greek